- καλέσον
- καλέωcallfut part act masc voc sgκαλέωcallfut part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάλεσον — καλέω call aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδοθεν — (AM ἔνδοθεν) επίρρ. μέσα, εντός (α. «ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ. β. «θυμόν τέρπεται ἔνδοθεν», Πίνδ.) αρχ. 1. από μέσα («ὅν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ», Αριστοφ.) 2. αυτοπροαίρετα («αὐτό δ ὑφ αὑτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα», Αισχύλ.) 3. (ενάρθρ. ως επίθ.) … Dictionary of Greek
επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… … Dictionary of Greek